- ἀρχᾶν
- ἀρχήbeginningfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρχάν — ἀρχά̱ν , ἀρχή beginning fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανούχος — οὐρανοῡχος, ον (Α) αυτός που συνέχει τον ουρανό («ἄξια δ οὐρανοῡχον ἀρχὰν σέβειν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + οῦχος (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… … Dictionary of Greek